άσκευος

άσκευος
ἄσκευος, -ον (AM) [σκεύος]
1. αυτός που δεν έχει σκεύη
2. αυτός που στερείται κάτι αναγκαίο
μσν.
«τον ἄσκευον και ἄυλον διαθλευόντων βίον» — για την ασκητική ζωή
αρχ.
1. ο απροετοίμαστος
2. ο ανεπιτήδευτος, ο απλός
3. ἄσκευοι
στρατιώτες με ελαφρό οπλισμό
4. (με γεν.) «ἄσκευοι ἀσπίδων καὶ στρατοῡ» — χωρίς όπλα και στρατό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄσκευος — unfurnished masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσκευον — ἄσκευος unfurnished masc/fem acc sg ἄσκευος unfurnished neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκεύοις — ἄσκευος unfurnished masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκεύου — ἄσκευος unfurnished masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκεύους — ἄσκευος unfurnished masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσκευοι — ἄσκευος unfurnished masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόσκευος — αὐτόσκευος, ον (AM) αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί από τεχνίτη, άτεχνος, κακότεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + σκευος < σκευή «εξοπλισμός» (πρβλ. άσκευος, ομόσκευος)] …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՊԱՃՈՅՃ — (ճուճի, ից.) NBH 1 0225 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 9c, 12c ա. εὑτελής, ἁκαλλώπιστος, ἅσκευος simplex, incultus, supellectilis expers Օտար ʼի պաճուճանաց կամ ʼի զարդուց, ʼի յօրինուածոց եւ ʼի հանդերձանաց սպասուց.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”